μαργαριτάρι

μαργαριτάρι
Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα και ένα κεφαλόποδο. Το μ. αποτελείται από συστατικά ίδια με το μάργαρο (σεντέφι)· συγκεκριμένα, από ανθρακικό ασβέστιο (σε ποσοστό σχεδόν 92%) με μικρή ποσότητα της οργανικής ένωσης κογχυολίνη. Το μ. μπορεί να είναι σφαιρικό, ημισφαιρικό, απιοειδές ή να έχει ακανόνιστο σχήμα· αν το ξένο σώμα που αποτελεί τον πυρήνα περιβάλλεται πλήρως από ένα στρώμα του μανδυακού επιθηλίου (από όπου και εκκρίνεται το όστρακο), το μ. αποκτά σφαιρικό σχήμα με ομόκεντρες εναποθέσεις της μαργαριτώδους ουσίας· αντίθετα, αν ο πυρήνας δεν μπαίνει στον μανδύα, τότε σχηματίζεται στην εσωτερική επιφάνεια του οστράκου ημισφαιρικό ή άλλου σχήματος μ. Στην κοσμηματοποιία είναι περιζήτητα τα σφαιρικά μ., τα οποία και παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ιριδισμό, λάμψη και χρώμα· τα καλύτερα προέρχονται από τα μαλάκια του γένους Meleagrina. Εκτός από τα φυσικά μ. που αλιεύονται από βουτηχτές, δύτες ή με μηχανικά συστήματα κοντά στις ακτές των θερμών και εύκρατων θαλασσών, κυκλοφορούν στο εμπόριο και τεχνητά μ. που καλλιεργούνται σε ειδικές εγκαταστάσεις. Τα μ. αυτά είναι εντελώς όμοια με τα φυσικά και παράγονται με εισαγωγή στον μανδύα της Meleagrina martensi, μικρών κομματιών ξένων σωμάτων, όπως κόκκους άμμου, τα οποία θα αποτελέσουν τον πυρήνα του μ. Με τον τρόπο αυτό συντελείται ο σχηματισμός ωραίων μ. σε διάστημα 3-7 ετών. Η καλλιέργεια των μ. ξεκίνησε και τελειοποιήθηκε από τους Ιάπωνες· συγκεκριμένα, ο Κοκίτσι Μικιμότο, ύστερα από εκτεταμένη έρευνα, διαπίστωσε ότι ο καλύτερος τρόπος παραγωγής τέλεια στρογγυλών μ. είναι με την εισαγωγή ενός μικρού τμήματος μάργαρου στο μαλάκιο. Τα μ. Μικιμότο αποτελούν πλέον χαρακτηριστικό εξαγώγιμο προϊόν της Ιαπωνίας και συνιστούν το 60% της παγκόσμιας αγοράς καλλιεργήσιμων μ. Μονάδα βάρους των μ. είναι ο κόκκος που αντιστοιχεί σε 0,20 γρ. Η αξία ποικίλλει ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς, αλλά ουσιαστικά βασίζεται στο μέγεθος, στο σχήμα, στην έλλειψη ελαττωμάτων και στο χρώμα (υπάρχουν τα σπανιότατα μαύρα μ., τα λευκά, τα τριανταφυλλί κλπ.). Περιζήτητα και γνωστά από την αρχαιότητα (όπως τα περίφημα απιοειδή μ. της Κλεοπάτρας), τα μ. χρησιμοποιούνται για κάθε τύπο κοσμήματος, αλλά κυρίως για περιδέραια. Μαζί με την παραγωγή των τεχνητών μ. υπάρχει και ακμάζουσα βιομηχανία ψεύτικων, τα οποία γενικά κατασκευάζονται από σφαίρες γυαλιού καλυμμένες με ειδικό επίχρισμα που λέγεται απόσταγμα της Ανατολής. Μαργαριτοφόρο μαλάκιο από τα παράλια του Κουβέιτ· ο χιτώνας του περικλείει μαργαριτάρι, που αρχίζει να σχηματίζεται. Η αλιεία μαργαριταριών αποτελούσε άλλοτε μία από τις κύριες οικονομικές πηγές του ασιατικού αυτού κράτους. Περιδέραιο από ροζ μαργαριτάρια. Τα μαργαριτάρια χρησιμοποιούνται στην κοσμηματοποιία. Στη φωτογραφία, κοσμήματα από λευκόχρυσο, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια.
* * *
το (AM μαργαριτάριον, Μ και μαργαριτάριν και μαργαριτάρι) [μαργαρίτης]
σύγκριμα που σχηματίζεται στο εσωτερικό ενός μαλακίου, αποτελείται από το ίδιο υλικό, γνωστό ως μάργαρο, με το κέλυφος τού μαλακίου και είναι μεγάλης αξίας πολύτιμος λίθος, αλλ. μαργαρίτης («και με άλλους στολισμούς από μαργαριτάρια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με το μαργαριτάρι («μαργαριτάρια ραίνονταν όλα τα δάκρυα κείνα», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. και ειρωνικά) σοβαρό γλωσσικό ή μεταφραστικό σφάλμα («στα γραπτά του μπορείς να δεις μαργαριτάρια πρώτου μεγέθους»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαργαριτάρι — το ιού 1. (ζωολ.), σκληρή και λαμπερή ουσία με σφαιρικό σχήμα, που σχηματίζεται μέσα σε μερικά στρείδια και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων. 2. μεγάλο γλωσσικό ή μεταφραστικό σφάλμα: Μου έδωσε μια έκθεση γεμάτη μαργαριτάρια. 3. ό,τι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

  • μάργαρος — ο και η (AM μάργαρος) 1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι 2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.) νεοελλ. σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρίτσιν — μαργαριταρίτσιν, τὸ (Μ) μικρό μαργαριτάρι, μαργαριταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κρασ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρόπουλον — μαργαριταρόπουλον, τὸ (Μ) μικρό μαργαριτάρι, μαργαριταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + υποκορ. κατάλ. πουλον*] …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αληθινόπινος — ἀληθινόπινος, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»] …   Dictionary of Greek

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”